- adeno-acanthoma
- s.adenoacantoma.
Nuevo Diccionario Inglés-Español. 2014.
Nuevo Diccionario Inglés-Español. 2014.
αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… … Dictionary of Greek